ακροδεσία

ακροδεσία
και -σιά, η [ακρόδετος]
1. το να είναι κάτι δεμένο στις άκρες του ή από τις άκρες του
2. Ναυτ. η ακροδέτηση
3. το «δέσιμο» ενός οικοδομήματος με μεγάλους και στερεούς λίθους στις γωνίες τών θεμελίων του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακροδεσιά — η το δέσιμο της οικοδομής με την τοποθέτηση μεγάλων πετρών στις γωνίες των θεμελίων: Η ακροδεσιά του σπιτιού ήταν πολύ καλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόδετος — η, ο (Μ ἀκρόδετος, ον) ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + δετός < δέω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”